ακατάβρεχτος

ακατάβρεχτος
-η, -ο και ακατάβρεκτος
εκείνος που δεν τόν έχουν καταβρέξει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακατάβρεχτος — η, ο αυτός που δεν καταβρέχτηκε: Άφησαν και σήμερα τους δρόμους ακατάβρεχτους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”